σκορδούλα

σκορδούλα
σκορδούλα, η και σκουρδούλα, η
η πανούκλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκορδούλα — και σκουρδούλα, η, Ν 1. η πανούκλα 2. μτφ. μεγάλη ζημιά, καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκορδούλα < αρχ. κορδύλη «ρόπαλο, οίδημα, εξόγκωμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”